- πρωτεώδη
- τα, Νβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια πρωτεΐδες με 62 γένη δέντρων και θάμνων τού νότιου ημισφαιρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. proteales < protea (βλ. πρωτέα) + κατάλ. -ales, που στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -ώδη].
Dictionary of Greek. 2013.