πρωτεώδη

πρωτεώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια πρωτεΐδες με 62 γένη δέντρων και θάμνων τού νότιου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. proteales < protea (βλ. πρωτέα) + κατάλ. -ales, που στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -ώδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πρωτεΐδες που ανήκει στην τάξη πρωτεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. protea < λατ. Proteus (πρβλ. Πρωτεύς)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐδες — (Proteaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που ευδοκιμούν στις ξηρές περιοχές του νοτίου ημισφαιρίου. Η οικογένεια αριθμεί 1.100 είδη, που ζουν στην Αυστραλία (720), στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία (262) στη Νέα Καληδονία (27), στην ανατολική… …   Dictionary of Greek

  • τελοπέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πρωτεΐδες τής τάξης πρωτεώδη και περιλαμβάνει 3 4 είδη αείφυλλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας και τής Τασμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”